ἀποστηματικός

ἀποστηματικός
ἀποστηματικός
due to an abscess
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποστηματικά — ἀποστηματικός due to an abscess neut nom/voc/acc pl ἀποστηματικά̱ , ἀποστηματικός due to an abscess fem nom/voc/acc dual ἀποστηματικά̱ , ἀποστηματικός due to an abscess fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηματικῶν — ἀποστηματικός due to an abscess fem gen pl ἀποστηματικός due to an abscess masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηματικόν — ἀποστηματικός due to an abscess masc acc sg ἀποστηματικός due to an abscess neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπυηματικός — ή, ό που προκαλεί εμπύημα ή που πάσχει από εμπύημα, αποστηματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστηματικάς — ἀποστηματικά̱ς , ἀποστηματικός due to an abscess fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”